Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
Full diacritics: ἐΰβροχος | Medium diacritics: ἐΰβροχος | Low diacritics: εΰβροχος | Capitals: ΕΫΒΡΟΧΟΣ |
Transliteration A: eǘbrochos | Transliteration B: eubrochos | Transliteration C: eyvrochos | Beta Code: e)u/+broxos |
ον,
A well-noosed, well-knit, ἅμμα AP6.179 (Arch.).
ἐΰβροχος, -ον (Α)
(για κυνηγετικό δίχτυ) αυτός που έχει πολλούς και στερεούς βρόχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βρόχος.