Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
-η, -ο (ΑΜ εὐθύδικος, -ον)
αυτός που κρίνει σωστά, αυτός που δικάζει δίκαια
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐθύδικον
η ευθυδικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + -δικος < δίκη (πρβλ. ά-δικος, κατά-δικος)].