ευφυολογία

From LSJ
Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source

Greek Monolingual

η
1. ευφυής ή παιγνιώδης λόγος, εξυπνάδα
2. έξυπνο αστείο, έξυπνο πείραγμα ή ταιριαστός και κατάλληλος χαρακτηρισμός προσώπων ή πραγμάτων που λέγεται για ειρωνεία ή αστεϊσμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευφυολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Εμμανουήλ Ροΐδη].