δέξαι μ' ἐς τὸ σὸν τόδε στέγος → receive me into the urn containing his ashes, receive me into this mansion of yours
εὔχαλκος, -ον και επικ. τ. ἐΰχαλκος, -ον (Α)
1. αυτός που είναι κατεργασμένος από χαλκό καλής ποιότητας
2. αυτός που έχει καλή επένδυση από χαλκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χαλκός.