Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
ζαφαράς, -άδος, ἡ (Μ)το φυτό κρόκος και η χρωστική ουσία που προέρχεται απ' αυτό, η ζαφορά.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζαφορά].