Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
ἡμίκερκος, ον (AM)αυτός που έχει μισή ουρά, ο κολοβός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κέρκος, η, «ουρά ζώου»].