ἡμίκερκος

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c

German (Pape)

[Seite 1168] halb-, stutzschwänzig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίκερκος: -ον, ἔχων ἡμίσειαν οὐράν, κολοβός, ὡς τὸ κόλουρος, Νικήτ. Χρ. 2, 10.

Greek Monolingual

ἡμίκερκος, ον (AM)
αυτός που έχει μισή ουρά, ο κολοβός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κέρκος, η, «ουρά ζώου»].