ηνιοποιός
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
ἡνιοποιός, ὁ (Α)
ο κατασκευαστής χαλινών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηνίο + -ποιος (< ποιώ), πρβλ. νομισματο-ποιός, υποδηματοποιός].