ἡλιοσκόπιος
From LSJ
Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück
English (LSJ)
ον,
A looking to the sun: ἡ. τιθύμαλλος sun-spurge, Euphorbia helioscopia, Dsc.4.164, cf. Ruf. ap. Orib.7.26.39 (v.l. -σκόπος), Plin.HN26.69.
Greek (Liddell-Scott)
ἡλιοσκόπιος: -ον, βλέπων πρὸς τὸν ἥλιον, ἡλ. τιθύμαλος, «γαλατσίδα», Λατ. euphorbia hel., συμπεριφέρεται τούτου ἡ κόμη τῇ τοῦ ἡλίου κλίσει Διοσκ. 4. 165· ἡλιοσκόπιον, τό, Ἀριστ. Φυτ. 1. 4, 11.
Greek Monolingual
-ο (Α ἡλιοσκόπιος, -ον) ηλιοσκόπος
αυτός που βλέπει προς τον ήλιο
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ηλιοσκόπιο
όργανο που χρησιμοποιείται κατά την τηλεσκοπική παρατήρηση του ήλιου για την ελάττωση της έντασης του φωτός του
αρχ.
φρ. «ἡλιοσκόπιος τιθύμαλλος» — είδος φυτού.