διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
[Seite 1214] εσσα, εν, = θολερός, Opp. Hal. 3, 164, l. d.
θολόεις, -εσσα, -εν (Α)
θολερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θολός + επίθημα -(ό)εις (πρβλ. ομφαλ-όεις, υαλ-όεις)].