θυγατερεΐς

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠγᾰτερεΐς Medium diacritics: θυγατερεΐς Low diacritics: θυγατερεΐς Capitals: ΘΥΓΑΤΕΡΕΪΣ
Transliteration A: thygatereḯs Transliteration B: thygatereis Transliteration C: thygatereis Beta Code: qugaterei/+s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,= θυγατριδῆ, Inscr.Magn.196.9.

Greek Monolingual

θυγατερεΐς, ἡ (Α)
επιγρ. η θυγατέρα της κόρης, η εγγονή από κόρη, αλλ. θυγατριδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. θυγατερ-εΐς< θ. θυγατέρ- του θυγάτηρ (πρβλ. αιτ. θυγατέρα) + κατάλ. -εΐς, δηλωτική του απογόνου (πρβλ. Νηρ-εΐς)].