ίδρυση
From LSJ
Greek Monolingual
η (ΑΜ ίδρυσις) ιδρύω
1. ανέγερση, οικοδόμηση (α. «ίδρυση σχολείου» β. «ἱερῶν ἱδρύσεις»)
2. συγκρότηση, σύσταση («ίδρυση συλλόγου»)
μσν.-αρχ.
1. σταθερότητα
2. το να καταστεί σταθερό κάτι, σταθεροποίηση
3. έδρα επισκόπου, θρόνος επισκόπου
(