ιοστεφής

From LSJ
Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source

Greek Monolingual

-ές
ιοστέφανος («ιοστεφές άστυ» — η Αθήνα με τις μενεξεδένιες αποχρώσεις του ορίζοντά της).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -στεφής (< στέφος), πρβλ. κισσο-στεφής, λευκο-στεφής. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Πρωία].