ἱππόλυτος

From LSJ
Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππόλῠτος Medium diacritics: ἱππόλυτος Low diacritics: ιππόλυτος Capitals: ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ
Transliteration A: hippólytos Transliteration B: hippolytos Transliteration C: ippolytos Beta Code: i(ppo/lutos

English (LSJ)

ον,

   A letting horses loose, dub. l. in APl.4.44 (fort. ἱππελάτης).

German (Pape)

[Seite 1260] Rosse abspannend, ἱππολύτης χάρμης Ep. ad. 360 (Plan. 44), Lob. vermuthet ἱππελάτης.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππόλῠτος: -ον, ὁ λύων, ἀφίνων ἐλευθέρους τοὺς ἵππους, Ἀνθ. Πλαν. 44˙ Λοβέκ. ἱππελάτης.

Greek Monolingual

ἱππόλυτος, -ον (Α)
αυτός που λύνει τους ίππους, αυτός που αφήνει ελεύθερους τους ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -λυτος (< λύω), πρβλ. παρά-λυτος, φρεσσί-λυτος].