ἱππόλυτος
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
ον,
A letting horses loose, dub. l. in APl.4.44 (fort. ἱππελάτης).
German (Pape)
[Seite 1260] Rosse abspannend, ἱππολύτης χάρμης Ep. ad. 360 (Plan. 44), Lob. vermuthet ἱππελάτης.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππόλῠτος: -ον, ὁ λύων, ἀφίνων ἐλευθέρους τοὺς ἵππους, Ἀνθ. Πλαν. 44˙ Λοβέκ. ἱππελάτης.
Greek Monolingual
ἱππόλυτος, -ον (Α)
αυτός που λύνει τους ίππους, αυτός που αφήνει ελεύθερους τους ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -λυτος (< λύω), πρβλ. παρά-λυτος, φρεσσί-λυτος].