ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
ἱστιοπετής, -ές (Α)(για πλοία) αυτός που κινείται γρήγορα με τα ιστία, ταχυπόρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + -πετής (< πέτομαι), πρβλ. αερο-πετής, ουρανο-πετής].