καθίζηση

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source

Greek Monolingual

η (Α καθίζησις) καθιζάνω
η αφηρημένη έννοια, η κατάσταση και το αποτέλεσμα του καθιζάνω
νεοελλ.
1. γεωλ. το φαινόμενο κατά το οποίο μάζες πετρωμάτων του στερεού φλοιού της γης κατολισθαίνουν και μεταφέρονται σε κατώτερες θέσεις
2. (για άλατα και ουσίες διαλυμένα σε υγρό) συσσώρευση ιζήματος στον πυθμένα δοχείου.