Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζειν → explain Homer from Homer, explain Homer with Homer
(Μ κακεύω) κακόςνεοελλ.1. παύω να είμαι φίλος με κάποιον, κακιώνω2. γίνομαι κακός, οργίζομαι, θυμώνωμσν.εχθρεύομαι, μισώ.