καλλονάριον
From LSJ
ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth
English (LSJ)
τό,
A broom, besom, Gloss.
Greek Monolingual
καλλονάριον, τὸ (Α)
σκούπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλονή. Παρόμοιες ονομασίες για τη σκούπα είναι οι κάλλυνθρον, κάλλυντρον].