καλονάρχης
From LSJ
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
Greek Monolingual
και καλονάρχος, ο
1. βοηθός ψάλτη, κανονάρχης
2. αυτός που υποβάλλει, που υπαγορεύει κάτι σε κάποιον.