Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
[Seite 1316] ἡ, sc. δορά, Kameelhaut, oder ἐσθής, Kleid von Kameelhaar, vgl. Lob. Paralip. p. 332.
η
1. το δέρμα της καμήλας
2. κουβέρτα ή ρούχο που φτιάχνεται από τρίχες καμήλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμήλα + κατάλ. -ωτή, θηλ. του -ωτός (πρβλ. αγκυλ-ωτός, καγκελ-ωτός)].