καμωμένος
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
-η, -ο
1. φτειαγμένος, κατασκευασμένος, τελειωμένος
2. (για καρπούς) γινωμένος, ώριμος.