κατεκπλήσσω
From LSJ
ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος → glad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light
German (Pape)
[Seite 1394] = καταπλήσσω, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατεκπλήσσω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἐκπλήσσω, Νικήτ. Εὐγεν. 7. 33.
Greek Monolingual
κατεκπλήσσω (Μ)
επιτ. τ. του εκπλήσσω.