κατεκπλήσσω
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
German (Pape)
[Seite 1394] = καταπλήσσω, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατεκπλήσσω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἐκπλήσσω, Νικήτ. Εὐγεν. 7. 33.
Greek Monolingual
κατεκπλήσσω (Μ)
επιτ. τ. του εκπλήσσω.