κάχληκας
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
Greek Monolingual
ὁ (ΑΜ κάχληξ, Α και κόχλαξ)
στρογγυλό λιθάρι τών παραλίων και τών ποταμών, κροκάλα, χαλίκι, βότσαλο, κοχλάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πιθ. ανάγεται σε ονοματοποιία και συνδέεται με το καχλάζω «βουίζω, κοχλάζω». Η λ. εμφανίζει την κατάλ. -ηξ (πρβλ. νάρθ-ηξ, τράπ-ηξ). Κατά μια άλλη άποψη, η λ. κάχλη, μαζί με τη λατ. calx «χαλίκι», είναι δάνεια αιγαιακά (ίσως προελλην. γλωσσικού υποστρώματος), πρβλ. χάλιξ. Ο τ. κόχλαξ είναι μεταπλασμένος τ. σχηματισμένος ίσως κατ' επίδρασιν του κόχλος «κοχλίας, σαλίγκαρος»].