κηρομαντεία
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
Greek Monolingual
η
μαντεία που γίνεται με επίσταξη κεριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + μαντεία (< μαντεύομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1815 στον Αθανάσιο Σταγειρίτη].