κόνναρος
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
English (LSJ)
ὁ, a prickly evergreen,
A Zizyphus Spina-Christi, Theopomp. Hist.129, Agathocl.6:—neut. κόνναρον, τό, its fruit, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1482] ὁ, s. κόναρος.
Greek (Liddell-Scott)
κόννᾰρος: ὁ, ἀειθαλὲς δένδρον ἀκανθῶδες ὡς ἡ κήλαστρος ἢ παλίουρος, Θεοπόμπ. Ἱστ. 145, Ἀγαθοκλ. παρ’ Ἀθην. 649F· ― οὐδ. κόνναρον, τό, ὁ καρπὸς αὐτοῦ, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ο (Α κόνναρος)
νεοελλ.
βοτ. γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας κονναρίδες
αρχ.
το αειθαλές δένδρο ζίζυφος η κεντροφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., σχηματισμένη πιθ. κατά το κόμαρος.