κοπροφάγος

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπροφάγος Medium diacritics: κοπροφάγος Low diacritics: κοπροφάγος Capitals: ΚΟΠΡΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: koprophágos Transliteration B: koprophagos Transliteration C: koprofagos Beta Code: koprofa/gos

English (LSJ)

[φᾰ], ον,

   A dung-eating, Gal.12.249, Diogenian.3.49, Hsch. s.v. βοῦς Κύπριος.

Greek Monolingual

-ο (ΑM κοπροφάγος, -ον)
1. αυτός που τρώγει κόπρανα, περιττώματα
2. (για έντομα και ζώα) αυτός που τρέφεται με κοπριά, που συνηθισμένη τροφή του είναι η κοπριά
νεοελλ.
1. ιατρ. άτομο που επιδίδεται στην κοπροφαγία
2. φρ. «κοπροφάγα έντομα»
ζωολ. ομάδα κολεόπτερων εντόμων, λεπιδοκέρων, που ζουν στην κόπρο και γενικά στα απεκκρίματα τών χορτοφάγων θηλαστικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -φάγος (< θ. φαγ- του -φαγ-ον), πρβλ. σαρκο-φάγος, φυτο-φάγος.