ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple
-ουναυτός που έχει το χρώμα του κοραλλιού, κόκκινος σαν κοράλλι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοράλλιον + -χρους (< χρώς), πρβλ. κεραμό-χρους, υαλό-χρους].