κραββατοφόριος
From LSJ
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
κραββατοφόριος, ὁ (Α)
φέρετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κραββατοφόριος αντί του ορθτ. κραββατοφόρος < κράββατος + -φορος (< φόρος < φέρω), πρβλ. κανη-φόρος, νεκρο-φόρος.