μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods
-ή, -ό κοφτός1. αυτός που κόβει καλά, αιχμηρός, οξύς («κοφτερό ψαλίδι»)2. το ουδ. ως ουσ. το κοφτερόκαθετί που κόβει.