Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...
Κρονιών, -ώνος, ὁ (Α)
ονομασία μήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κρόνος + κατάλ. -ιών, δηλωτική ονομασιών μηνών (πρβλ. Ελευθερ-ιών, Εππ-ιών)].