μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years
και κρεοκόπτης, ο1. μεγάλο μαχαίρι ή μικρό τσεκούρι για το κόψιμο κρέατος2. ειδικό μηχάνημα που χρησιμεύει για την πολτοποίηση του κρέατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο- (βλ. κρεο-) + κόπτης (< κόπτω), πρβλ. νυχο-κόπτης, χαρτο-κόπτης].