κροκοδείλιος
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
Greek Monolingual
και κροκοδίλιος, -α, -ο
1. αυτός που έχει σχέση με τον κροκόδειλο
2. φρ. «κροκοδείλια δάκρυα» — ψεύτικα δάκρυα, υποκριτική λύπη ή θλίψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κροκόδειλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].