κυκεώνας
From LSJ
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
Greek Monolingual
ο (AM κυκεών, -ῶνος, Α δωρ. τ. κυκάν, -ᾱνος)
σύμφυρμα ανόμοιων πραγμάτων, ανακατωσούρα («κυκεῶνα ταῑς ἀκοαῑς ἡμῶν άναμεῑξαι», Θεοφύλ. Σ.)
μσν.-αρχ.
ποτό που παρασκευαζόταν συνήθως με ανάμιξη οίνου, κρίθινου αλεύρου, κατσικήσιου τυριού και νερού, ενώ μερικές φορές περιείχε και μέλι
αρχ.
είδος φαρμάκου («κἂν εἰ τύχοιεν ἐν τῷ παραχρῆμα κυκεῶνα πιόντες», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυκῶ «αναμιγνύω, ανακατεύω» + επίθημα -εών
ο δωρ. τ. κυκᾶν εμφανίζει επίθημα -ᾶν < -άων, με συναίρεση].