Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ανακατωσούρα

From LSJ

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314

Greek Monolingual

η ανακάτωση
1. στομαχική διαταραχή, τάση για εμετό, ναυτία
2. ανάμιξη, σύγχυση προσώπων και πραγμάτων
3. ταραχή, φιλονικία, καβγάς.