ανακατωσούρα

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

η ανακάτωση
1. στομαχική διαταραχή, τάση για εμετό, ναυτία
2. ανάμιξη, σύγχυση προσώπων και πραγμάτων
3. ταραχή, φιλονικία, καβγάς.