μηροκήλη

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηροκήλη Medium diacritics: μηροκήλη Low diacritics: μηροκήλη Capitals: ΜΗΡΟΚΗΛΗ
Transliteration A: mērokḗlē Transliteration B: mērokēlē Transliteration C: mirokili Beta Code: mhrokh/lh

English (LSJ)

ἡ,

   A femoral hernia, Antyll. ap. Orib.50.64.

Greek Monolingual

η (Α μηροκήλη)
κήλη τών ενδοκοιλιακών σπλάγχνων διά μέσου του μηριαίου δακτυλίου στον μηρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + κήλη (πρβλ. κιρσο-κήλη, ομφαλο-κήλη)].