παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο → spare me this | let this cup pass from me
(AM λαμπρίζω) λαμπρόςνεοελλ.-μσν.φωτίζω, λάμπωαρχ.(μόνο το παθ.) λαμπρίζομαιγίνομαι λαμπρός.