λεβεντιά

From LSJ
Revision as of 07:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453

Greek Monolingual

η λεβέντης
1. η ιδιότητα του λεβέντη, το ευσταλές και αρρενωπό σώμα, συνήθως σε συνδυασμό με το ήθος
2. ανδρεία, γενναιοψυχία, παλικαριά
3. το σύνολο τών λεβέντηδων («ήταν στο πανηγύρι όλη η λεβεντιά του χωριού»)
4. άτομο γενναίο, μαχητικό και άφοβο, με ανώτερα πνευματικά και ψυχικά προτερήματα
5. ευθύτητα, εντιμότητα
6. γενναιοδωρία.