λεπιδόλιθος
From LSJ
Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art
Greek Monolingual
ο
(ορυκτ.) αργιλοπυριτικό ορυκτό του βασικού καλίου και του λιθίου, που ανήκει στην ομάδα τών μαρμαρυγιών και αποτελεί το πιο διαδεδομένο ορυκτό του λιθίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. lepidolite < lepido- (< λεπίς, -ίδος) + lite (< λίθος). Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδωρο Αφεντούλη].