λεοντοπόδιο
From LSJ
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
Greek Monolingual
το (Α λεοντοπόδιον)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων πολυετών φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια σύνθετα και που γνωστότερο είδος του είναι το άλπειο λεοντοπόδιο, κν. έντελβαϊς
αρχ.
το φυτό ζωόνυχον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- + -πόδιον (< πούς, -ποδός), πρβλ. κλινο-πόδιον, κυνο-πόδιον.