ζωόνυχον

From LSJ

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωόνῠχον Medium diacritics: ζωόνυχον Low diacritics: ζωόνυχον Capitals: ΖΩΟΝΥΧΟΝ
Transliteration A: zōónychon Transliteration B: zōonychon Transliteration C: zoonychon Beta Code: zwo/nuxon

English (LSJ)

τό, a name of the plant λεοντοπόδιον, Ps.-Dsc.4.133.

Greek Monolingual

ζῳόνυχον, το (Α)
το ποώδες φυτό λεοντοπόδιο(ν).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ουσιαστικοποιημένο ουδ. του αμάρτυρου επιθ. ζωόνυχος (< ζω(ο)- [II] + όνυξ, γεν. όνυχος). Το φυτό οφείλει την ονομασία του προφανώς στο σχήμα του (πρβλ. και την άλλη του ονομασία λεοντοπόδιον)].