φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife
λαμπροδόμητος: -ον, ὁ λαμπρὸς φαινόμενος, Μανασσ. Χρον. 6273.
λαμπροδόμητος, -ον (Μ)οικοδομημένος λαμπρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + -δόμητος (< δομώ)].