λαμπροδόμητος
From LSJ
κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)
Greek (Liddell-Scott)
λαμπροδόμητος: -ον, ὁ λαμπρὸς φαινόμενος, Μανασσ. Χρον. 6273.
Greek Monolingual
λαμπροδόμητος, -ον (Μ)
οικοδομημένος λαμπρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + -δόμητος (< δομώ)].