λευκοπτέρυξ
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
English (LSJ)
ῠγος, ὁ, ἡ, = foreg., prob. l. in Ion Eleg. 10.
German (Pape)
[Seite 34] υγος, dasselbe, nur Conj. bei Ion im Schol. Ar. Pax 835.
Greek (Liddell-Scott)
λευκοπτέρυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, = λευκόπτερος, πιθ. γραφ. παρ’ Ἴωνι 10.
Greek Monolingual
λευκοπτέρυξ, -υγος, ό, ἡ (Α)
(πιθ. γραφ.) λευκόπτερος.