Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
Full diacritics: λευκοχρώματος | Medium diacritics: λευκοχρώματος | Low diacritics: λευκοχρώματος | Capitals: ΛΕΥΚΟΧΡΩΜΑΤΟΣ |
Transliteration A: leukochrṓmatos | Transliteration B: leukochrōmatos | Transliteration C: lefkochromatos | Beta Code: leukoxrw/matos |
ον,
A = λευκόχρως, Phint. ap. Stob.4.23.61a.
[Seite 35] = Folgdm, Phintys bei Stob. fl. 74, 61.
λευκοχρώματος: -ον, = τῷ ἑπομ., Φίντυς παρὰ Στοβ. 444. 58.
-η, -ο (Α λευκοχρώματος, -ον)
αυτός που έχει λευκό χρώμα, άσπρος.