ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
ληστοκτόνος, -ον (Α)
αυτός που φονεύει ληστές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληστής + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητρο-κτόνος, παιδο-κτόνος.