λιθογραφία

From LSJ
Revision as of 07:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277

Greek Monolingual

η
1. η τέχνη της εκτύπωσης εικόνων ή κειμένων που έχουν προηγουμένως σχεδιαστεί με λιπαρή ουσία στην επιφάνεια ασβεστολιθικής πλάκας
2. το λιθογράφημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. lithographie < lith(o)- (βλ. λιθ[[ο-]) + -graphie (< -γραφία < -γράφος < -γράφω). Η λ. μαρτυρείται από το 1817, στον Φιλολογικό Τηλέγραφο, φιλολογικό παράρτημα της εφημερίδας Ελληνικός Τηλέγραφος]].