ληκύθειος

From LSJ
Revision as of 07:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

αὐτὸς γὰρ εὗρε τοῦ κακοῦ τὴν πιτύαν → he asked for trouble

Source

German (Pape)

[Seite 39] zur λήκυθος gehörig, bombastisch, Μοῦσα, Callim. fr. 319.

Greek (Liddell-Scott)

ληκύθειος: -ον, πομπώδης, ἔχων βόμβον τραγικόν, ληκύθειος Μοῦσα, δηλ. ἡ Τραγῳδία, Καλλ. Ἀποσπ. 319· πρβλ. λήκυθος Ι. 2.

Greek Monolingual

ληκήθειος, -ον (Α) λήκυθος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λήκυθο
2. φρ. «ληκύθειος Μοῡσα» — η τραγωδία.