μάλις

From LSJ
Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source

Greek Monolingual

-εως και μάλη, η
(AM μᾱλις, -ιος)
λοιμώδης μεταδοτική νόσος που προσβάλλει κυρίως τα ιπποειδή, αλλά μπορεί να μεταδοθεί και στον άνθρωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Παρά τον τ. μάλις, -εως μαρτυρείται και τ. μᾱλίς / μηλίς, -ίδος. Και τα δύο δηλώνουν νόσους, που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως προελθούσες από παρομοιώσεις τών συμπτωμάτων της νόσου προς το σχήμα, χρώμα κ.λπ. του μήλου].