μαρμαρουργός
From LSJ
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
English (LSJ)
ὁ,
A marble-mason, Tz.H.9.131.
Greek (Liddell-Scott)
μαρμαρουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ εἰς μάρμαρα ἐργαζόμενος, Τζέτζ. Ἱστ. 9.131.
Greek Monolingual
μαρμαρουργός, o (Μ)
μαρμαρογλύπτης, μαρμαράς.